θλιβερόν

θλιβερόν
θλιβερός
chafing
masc acc sg
θλιβερός
chafing
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • μαυριάζω — (M) 1. μαυρίζω 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαυριασμένος, η, ον σκοτεινός («στὸν θλιβερὸν καὶ μαυριασμένον Ἅδη», Διγεν. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + κατάλ. ιάζω (πρβλ. σκοτειν ιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • Τσουκαλάς, Διονύσιος — Λόγιος, δάσκαλος και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Μετέφρασε τον Ξέρξη του Μεταστάσιου. Έγραψε την Πράξιν θεατρικήν, το Παράπονον θλιβερόν (Κέρκυρα, 1825) και διάφορες ωδές και τραγωδίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”